Οὐδαίοιο

Οὐδαίοιο
Οὐδαῖος
on the ground
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οὐδαίοιο — οὐδαί̱οιο , οὐδαῖος on the ground masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γεννήθηκε από τα δόντια του δράκου, που τα έσπειρε ο Κάδμος. Ο Ο. θεωρείται πρόδρομος του μάντη Τειρεσία. * * * οὐδαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”